- κιναβρώντων
- κιναβράωsmell like a goatpres part act masc/neut gen plκιναβράωsmell like a goatpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιναβρώ — κιναβρῶ, άω (Α) [κινάβρα] (συν. για τράγο) αναδίδω κινάβρα* («αἰγών τε κιναβρώντων μέλη», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek